- συζήσεως
- συζήσεω̆ς , σύζησιςa living togetherfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύζησις — ήσεως, ἡ, Α [συζῶ] το να ζει κανείς μαζί με άλλον, συμβίωση («τῆς τῶν ἁγίων συζήσεως», Αθανάσ.) … Dictionary of Greek